- ναισιελία
- ναισιελία, ἡ,A = ἀποπληξία, ἐμβροντησία, Hsch.:—also [full] ναισήματα, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναισιελία — ναισιελίᾱ , ναισιελία fem nom/voc/acc dual ναισιελίᾱ , ναισιελία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναισιελία — ναισιελία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀποπληξία καὶ ἡ ἑμβροντησία τινὲς δὲ ναισήματα» … Dictionary of Greek
ναισήματα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) ναισιελία* … Dictionary of Greek